σικυοπέπων

σικυοπέπων
-ονος, ὁ, Α
το γνωστό με τη λόγια σήμερα ονομασία φυτό σίκυος ο πεπων*, το πεπόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + πέπων, -ονος «πεπόνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σικυοπέπων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”